- χώνω
- χῶ, -όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Νκαλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.)νεοελλ.1. μπήγω κάτι στο έδαφος2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή κάτω από κάτι άλλο, καταχωνιάζω («έχωσε τα βιβλία της στο ντουλάπι»)3. βυθίζω, μπάζω μέσα (α. «τού έχωσε το μαχαίρι στην καρδιά» β. «έχωσε τα χέρια του τις τσέπες»)4. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, καβαλώ5. αποκρύπτω, αποσιωπώ («και μη μπορώντας την κουρφήν αγάπη μπλιο να χώνη», Ερωτόκρ.)6. μτφ. α) φυλακίζω («τόν έχωσαν μέσα»)β) τοποθετώ κάπου, διορίζω («τόν έχωσε σε μια καλή δουλειά»)7. μέσ. χώνομαια) εισδύω, τρυπώνω («η γάτα χώθηκε κάτω από την ντουλάπα»)β) κρύβομαι («χώθηκε στη σπηλιά για να μην τόν πιάσουν οι εχθροί»)8. φρ. α) «χώνει τη μύτη [ή την ουρά] του παντού» ή «χώνεται παντού»i) παρεμβαίνει απρόσκλητος, αναμιγνύεται στις υποθέσεις τών άλλωνii) είναι πολύ περίεργοςβ) «χώθηκε στα χρέη ώς τον λαιμό» — καταχρεώθηκε9. παροιμ. «χώνει βήσαλα, βγάζει καρβέλια» — λέγεται για κάποιον που ευνοείται από την τύχηαρχ.1. σχηματίζω σωρό από χώμα («τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῑά μοι», Ευρ.)2. φράζω, αποκλείω με σωρό από χώμα («τοὺς λιμένας ἔχωσαν», Αισχίν.)3. παθ. α) (συν. για θαλάσσια έκταση) μετατρέπομαι σε χέρσα γη με τη συσσώρευση χώματος («πορθμού χωσθέντος», Εμπ.)β) χτίζομαι, οικοδομούμαι πάνω σε λόφους ή πάνω σε χωμάτινους σωρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔχωσα τού αρχ. χώνννμι, κατά το σχήμα ζώννυμι: έζωσα: ζώνω (για ετυμολ. βλ. λ. χώννυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.